- υπογονάτιο
- το / ὑπογονάτιον, ΝΜ1. το μαξιλάρι ή το χαλάκι που τοποθετείται για να γονατίζει κάποιος όταν προσεύχεται2. εκκλ. ένα από τα άμφια, το επιγονάτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γονάτιον (< γόνυ, -ατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.